επιπωμάτισις

επιπωμάτισις
(-εως) η , επιπωμάτισμός ο закупоривание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επιπωμάτισις" в других словарях:

  • ἐπιπωμάτισις — covering with a lid fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπωμάτισιν — ἐπιπωμάτισις covering with a lid fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπωμάτιση — η (Α ἐπιπωμάτισις και ἐπιπωματισμός, ὁ) [επιπωματίζω] κάλυψη, έμφραξη, βούλλωμα νεοελλ. (χειρουργ.) απόφραξη κοιλότητας ή πληγής που αιμορροεί ή πυορροεί με αποστειρωμένη γάζα ή βαμβάκι για σταμάτημα τής αιμορραγίας και προφύλαξη από μόλυνση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»